Υπάρχουν εκείνα τα ανθρώπινα πλάσματα, που σου ρουφάνε ανελέητα κάθε σταγόνα ύπαρξης. Είναι που έχεις μαζέψει τόση χαρά και τόση καλή διάθεση μέσα σου, που δε ξέρεις που να την εναποθέσεις. Και βρίσκεις μία γωνιά να τη διώξεις από πάνω σου, να γδυθείς απ' τη μιζέρια της. Να πάψεις να είσαι μ' ένα ξερό και άσκοπο χαμόγελο. Ποιός ο λόγος να χαμογελάς; Οι άνθρωποι δίπλα σου είναι νεκροί. Περπατούν, κινούνται, σηκώνουν το χέρι τους για να σταματήσουν το ταξί ή να ρουφήξουν βιαστικά το μακιάτο τους. Μιλούν στο τηλέφωνο και στέλνουν μηνύματα στο τουίτερ. Ταυτόχρονα. Αγοράζουν ρούχα και φωνάζουν όταν εκνευρίζονται με τον οδηγό του μπροστινού οχήματος. Βγαίνουν έξω και πίνουν στην υγειά γνωστών και φίλων, αγνώστων και εχθρών. Γυμνάζονται και διαβάζουν. Κάνουν σεξ και καμιά φορά το ονομάζουν έρωτα για να πέσει πιο εύκολα η γκόμενα. Τραγουδούν. Βαρύ λαϊκό ή ελαφρύ ποπ. Αλλάζουν σύντροφο, αλλάζουν παρέες, αλλάζουν ρούχα, αλλάζουν σπίτια, αλλάζουν φύλο, αλλάζουν στάσεις, αλλάζουν όνομα, χρώμα μαλλιών, χρώμα ματιών. Αλλάζουν.
Υπάρχουν άνθρωποι που τα κάνουν όλα αυτά. Όπως και πολλά άλλα. Πράγματα που κάνουμε όλοι μας. Εσύ, εγώ, κάποιος φίλος, μία χαμένη κολλητή, το αφεντικό, η ερωμένη, ο εραστής, ο κουμπάρος, η κουνιάδα. Όλοι μας. Υπάρχουν και εκείνοι που ξεχάσανε, που χάσανε, που ζουν αλλά δε ξέρουν γιατί, δε ξέρουν πως. Υπάρχουν εκείνοι που το βλέπεις, το αισθάνεσαι από το παγωμένο άγγιγμα τους, το διαβάζεις στο άδειο ακούνητο βλέμμα τους: είναι νεκροί. Και συ που τρέχεις με έναν παγωμένο καφέ στο χέρι, ψάχνοντας το δρόμο για τη δουλειά, για τη βόλτα, για τον έρωτα, για την ίδια τη ζωή ή την ευτυχία σκοντάφτεις πάντα πάνω τους.
Υπάρχουν εκείνοι που δίνουν κομμάτια του εαυτού τους δεξιά και αριστερά. Μοιράζουν χαμόγελα και καλημέρες, μιλάνε και ακούνε ταυτόχρονα. Που σηκώνουν το χέρι για να σε χαιρετίσουν με ενθουσιασμό μωρού παιδιού που τρέχει να σου δείξει το γλειφιτζούρι που κρατά. Εκείνοι που δε φωνάζουν με το παραμικρό και αγαπούν τη μυρωδιά των ρούχων σου. Βγαίνουν έξω και σου κρατάνε το χέρι. Περπατάνε δίπλα σου και σε ψάχνουν όταν καθυστερείς στο φανάρι. Εκείνοι που σου πατάνε την κόρνα ένα ποδήλατο πιο πίσω και σου φουσκώνουν τα σκονισμένα λάστιχα. Εκείνοι που τραγουδούν για σένα το αγαπημένο τους κομμάτι και στο ποστάρουν στο φειςμπουκ. Ταυτόχρονα. Και συ πατάς like, χίλιες φορές, κάθε φορά. Πάντα. γιατί ξέρεις ότι οι άνθρωποι αυτοί, ακόμη και αν αλλάξουν τα πάντα, δε θα αλλάξουν ποτέ τον τρόπο που σ' αγαπούν, δε θα αλλάξουν ποτέ εσένα. Για τίποτα στον κόσμο. Ούτε σε αυτόν, ούτε στον επόμενο. Ποτέ.
Και υπάρχουν και εκείνοι που δε θέλουν. δε μπορούν. φοβούνται. Και είναι τόσο νεκροί. Μέσα τους. Πρόσεχε, αν σκοντάψεις ποτέ πάνω τους, μην προσπαθήσεις να τους σηκώσεις. Οι νεκροί ανασταίνονται μόνο με θαύματα. Και από ότι ακούω, τα θαύματα σπανίζουν.