Έτσι ακουμπάς πάνω σε ανθρώπους και περιμένεις να νιώσεις την άνεση και τη συνήθεια που τα κάνει όλα γνώριμα και εύκολα. Βρίσκεις ανθρώπους με έλλειψη διαθεσιμότητας και απορείς γιατί δεν είναι συνεπείς και κατόπιν αναρωτιέσαι πότε επήλθε αυτή η έλλειψη ή αν εσύ τη δημιούργησες. Μα πώς να απορροφήσεις τη διαθεσιμότητα των άλλων; Δεν έχεις λόγο να παραπονιέσαι και δεν έχεις λόγο να ζητάς από τους άλλους αν αλλάξουν αυτό που είναι, αυτό που έχουν. Έχεις κάθε λόγο να ζητάς ωστόσο αυτό που έχουν να σου το μοιράζονται, να σου το δείχνουν. Αλλά να μην το ζητάς με λέξεις. Η παράκληση δεν έχει τίποτα το δελεαστικό μέσα της, τίποτα αβίαστο και αυθόρμητο. Η παράκληση κουράζει και φθείρει, σου υπενθυμίζει μία αδυναμία που δεν μπορείς να ελέγξεις και μία ανήμπορη λαχτάρα να κάνεις την επιθυμία πράξη. Και είναι ανήμπορη τούτη η λαχτάρα, μιας και η επιθυμία που παρακαλάει, ξεθωριάζει γρήγορα και γίνεται απαίτηση. Η απαίτηση είναι άγαρμπη, ανόητη, αχάριστη. Είναι ένας συνδυασμός συναισθημάτων που δε μπορούν να βρουν αποδέκτη και είναι ανόητο να τα βιώνεις χωρίς να μπορείς να τα κοινοποιήσεις. Ξέρεις πόσοι άνθρωποι εκεί έξω περιμένουν να ακούσουν όσα εσύ καταπνίγεις; Ξέρεις πόσοι άνθρωποι μοιράζονται όσα νιώθεις με λάθος ανθρώπους; Φυσικά και ξέρεις. Και τότε γίνεσαι αχάριστος. Ένας άνθρωπος που δεν έχει τη διάθεση να μοιραστεί γιατί θεωρεί πως η δική του απαίτηση είναι σημαντικότερη από αυτή των υπολοίπων, ένας άνθρωπος που περιφρονεί τον τρόπο που νιώθουν οι άλλοι δίπλα του και εξαιτίας του, όχι γιατί μπορεί να συμβαίνει χωρίς λόγο κάτι που τους πληγώνει αλλά γιατί ο ίδιος δεν έχει μάθει κάτι καλύτερο από αυτό, κάτι περισσότερο, κάτι πιο ουσιαστικό. Υπάρχουν απαιτήσεις λοιπόν, από ανθρώπους που προσδοκούν, από ανθρώπους που συναισθάνονται, από ανθρώπους που αγαπούν με την πιο απλή έννοια της λέξης και υπάρχουν και εκείνοι που απαιτούν γιατί ποτέ δε γεμίζουν, ποτέ δε χορταίνουν, ή απλώς ποτέ δε σταματούν να φθείρονται.
Και εσύ, ξεκινάς και εσύ να μπλέκεσαι στα πόδια τους. Ψάχνεις και ψάχνεσαι, αισθάνεσαι και τους αφήνεις να αισθανθούν για χάρη σου. Φθείρεσαι και ξαναγεννιέσαι. Κάθε φορά που αρχίζεις την ίδια διαδικασία παρακλήσεων και απαιτήσεων. Δεν αναγνωρίζεις εύκολα ποια γεννάει την άλλη. Και να σου πω, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ξέρεις. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναλύσεις μία διαδικασία που ταπεινώνει ανόητες σκέψεις, που καταστρέφει τα αυθόρμητα συναισθήματα ή που κοροϊδεύει όσα δεν μπορεί να αντιληφθεί η ορθολογική μας σκέψη. Αυτά είναι δουλειά των ανθρώπων. Των έξω από σένα και ποτέ ουσιαστικά εκεί.
Και αν τύχει και πλησιάσουν, μπορείς να τους μιλήσεις για όλα εκείνα που αμήχανα και άβολα σου πρόσφεραν. Μόνο για να αντιληφθείς πως πάνω τους δε μπορείς να ακουμπήσεις. Θυμήσου πως για να ακουμπήσεις κάπου χρειάζεσαι χώρο. Στις γεμάτες αγκαλιές, πώς να στριμωχτείς και στις αγκαλιές που δεν άνοιξαν ποτέ, πώς να κουμπώσεις;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.